Τετάρτη 11 Μαρτίου 2015

Πανηγυρικός λόγος για την επέτειο το 1821



Εξαιρετική η επετειακή ομιλία του συναδέλφου Γ.Χ., τον οποίο ευχαριστούμε για την αποστολή της και την άδειά του για να την δημοσιεύσουμε :
«χαρά που το ’χουν τα βουνά κι οι κάμποι περηφάνεια.
Σαν βλέπουν διάκους με σπαθιά, παπάδες με ντουφέκια,
σαν βλέπουν και το Γερμανό, της Πάτρας το Δεσπότη,
για να βλογάει τ’ άρματα, να φχιέται τους λεβέντες.»

Δεν υπάρχει πιο χαρούμενη επέτειος για ένα έθνος από την επέτειο της ανεξαρτησίας του, από την ημέρα όπου έχει ορίσει για να γιορτάζει την ελευθερία του και την απαλλαγή από την τυραννική εξουσία. 


Και για το δικό μας το έθνος η ημέρα αυτή είναι μεστή συμβολισμών και νοημάτων, όχι μόνο λόγω του τεράστιου ιστορικού της βάρους, αλλά και λόγω των εορτασμών των ημερών.

Διπλή εορτή η σημερινή, γιορτή Ευαγγελισμού, γιορτή καλών μαντάτων για τον ερχομό του Μεσσία και λύτρωσης των ανθρώπων από τα σκοτάδια του θανάτου και της αμαρτίας, αλλά και γιορτή Ευαγγελισμού για την λύτρωση του Γένους από τα σκοτάδια των τεσσάρων και πλέον αιώνων της σκλαβιάς. Τό 'φερε ίσως η τύχη να γιορτάσει το έθνος την ελευθερία του την ίδια μέρα μαζί με την Υπέρμαχο Στρατηγό του, αυτή που όπως μας λέει ο ποιητής «έχει στα μάτια της ψηφιδωτό τον καημό της Ρωμιοσύνης»

Και ήταν πραγματικά σκοτεινοί οι αιώνες που ακολούθησαν την Άλωση της Βασιλεύουσας το 1453, ήταν ο δικός μας Μεσαίωνας. Ήδη καιρό πιο πριν ο Ελληνισμός τσακιζόταν ανάμεσα σε δυο συμπληγάδες μυλόπετρες, τους Φράγκους της Δύσης από την μια, και τους Ανατολίτες Τούρκους από την άλλη, να ροκανίζουν ένα ένα τα κομμάτια του. Η μια υποδούλωση χειρότερη από την άλλη. Η Άλωση της Πόλης ήταν απλώς η κορύφωση του δράματος. Τι να πρωτοπεί κανείς για αυτά τα σκληρά χρόνια; Από μόνη της η επιβίωση του Γένους και  η διατήρηση της ταυτότητάς του είναι ένα θαύμα.

Οι εξισλαμισμοί των υποδούλων Ρωμιών συνεχείς και κατά περιόδους έντονοι, δώσανε χιλιάδες νεομαρτύρων. Σε συνδυασμό με τα παιδομαζώματα που τροφοδοτούσαν τον Οθωμανικό στρατό με Γενιτσάρους, αποτέλεσαν γενοκτονικό φόρο αίματος για αιώνες.

Όμως και οι κεφαλικοί φόροι, τα «χαράτσια» που επέβαλλε ο κατακτητής στους υπόδουλους Ρωμιούς, αλλά και οι συνεχείς εξευτελισμοί και οι ταπεινώσεις, δοκίμαζαν τα όρια των αντοχών τους.

Η παιδεία και η μόρφωση περιήλθαν σε αξιοθρήνητη κατάσταση. Τα σχολειά λιγοστά, σε κάποια μόνο αστικά κέντρα. Η αμορφωσιά πλάκωσε βαριά τους Έλληνες. Η Ελληνική γλώσσα, η  αρχαία λαλιά υποβαθμίστηκε, και σε πολλές περιπτώσεις ξεχάστηκε κιόλας. Μικρές αλλά σωτήριες εστίες αντίστασης, θερμοκοιτίδες παραπαίουσας Ρωμαίικης παιδείας, τα κρυφά σχολειά, ανοργάνωτα και αποσπασματικά να διδάσκουν όπως όπως το ψαλτήρι και το οκτωήχι.

Ασφυκτιούσε η Ρωμιοσύνη κάτω από την τυραννία του κατακτητή, τινάζονταν να ελευθερωθεί, αλλά μάταια. Η κάθε επανάσταση, τοπική ή γενικότερη πνίγονταν στο αίμα. Μέχρι να ξανασάνουν λίγο οι ραγιάδες, να πάρουν λίγες δυνάμεις, να φουντώσει πάλι η αγανάκτηση και το δίκιο μέσα τους, να ξαναπάρουν τα άρματα, και να ξαναπνιγούν για μια άλλη φορά στο αίμα. Έτσι περνούσαν οι αιώνες.  Είναι χαρακτηριστικό ότι μέσα σε τέσσερις αιώνες τουρκοκρατίας έχουμε περί τις 70 επαναστάσεις μόνο στον σημερινό ελλαδικό χώρο, δίχως να υπολογίζουμε τους Σέρβους, τους Βούλγαρους και τους λοιπούς υπόδουλους λαούς. Κάθε 5-6 χρόνια και μια επανάσταση, πάντα με την ίδια θλιβερή κατάληξη.

Πολλοί δεν άντεξαν και κάποιοι πήραν τα βουνά. Κυνηγημένοι μα ελεύθεροι, ζούσαν σαν τα αγρίμια, με τη ρετσινιά του «κλέφτη»· του «χαΐνη». Μια ρετσινιά, που η αλήθεια των πραγμάτων την έκαμε τίτλο τιμής! Άλλοι πάλι πήραν τον δρόμο της ξενητειάς, και άλλοι σαν τους Σουλιώτες βρήκαν καταφύγιο σε μέρη δυσπρόσιτα αλλά ήσυχα, καταφρονεμένα από τον φιλάργυρο κατακτητή.

Όμως ο πόθος της λευτεριάς δεν έσβηνε, παρά μόνο φούντωνε όλο και περισσότερο. Άνθρωποι φωτισμένοι, συχνά θυσιάζοντας την ζωή τους την ίδια, φρόντιζαν να κρατούν αναμμένη την φλόγα της ελπίδας για το Γένος. Εμβληματική μορφή ο πατρο-Κοσμάς ο Αιτωλός, ο αεικίνητος καλόγερος που
περιδιάβαινε τα μέρη της Ηπείρου και της Μακεδονίας εμψυχώνοντας και διδάσκοντας τους κατοίκους, αλλά και προφητεύοντας την λευτεριά και τα λοιπά μελλούμενα. Ακούραστα προέτρεπε τους ραγιάδες να ιδρύουν σχολειά, να ξαναμάθουν την γλώσσα τους, να στερεωθούν  στην πίστη τους, να αρνηθούν τους εξισλαμισμούς. Στην διασπορά λόγιοι σαν τον Αδαμάντιο Κοραή μετέφεραν στο υπόδουλο γένος τις ιδέες της ελευθερίας και της ισότητας που τότε ξυπνούσαν στην Ευρώπη, και ποιητές σαν τον Ρήγα Φεραίο, που οραματίζονταν μια πατρίδα μεγάλη και ένδοξη κατά το αρχαίον κάλλος, με τα επαναστατικά κείμενά τους έσπερναν τον σπόρο της λευτεριάς.

Εκεί περί τις αρχές του 1800  η επανάσταση σιγόβραζε. Δεν πήγαινε άλλο. Οι εξισλαμισμοί είχαν γίνει αφόρητοι. Η Ευρώπη άλλαζε, ο κόσμος όλος άλλαζε, το Ελληνικό Γένος έπρεπε να διεκδικήσει την θέση της στο νέο περιβάλλον. Αυτήν την φορά η επανάσταση έπρεπε να πετύχει.  Μυστικά και φιλόπονα η Φιλική Εταιρεία που ιδρύθηκε στην Οδησσό μεθόδευε την προετοιμασία του ξεσηκωμού, φροντίζοντας κάθε δυνατή λεπτομέρεια, μυώντας στις τάξεις της ψυχωμένους πατριώτες, και καταρτίζοντάς τους σε φρόνημα, οργάνωση και υλικά μέσα, όσο αυτό ήταν δυνατό.

Ακόμα και ο στρατός της εθνεγερσίας ήταν εκεί, σε ετοιμότητα. Διότι επανάσταση με βουτυροπεδα του καναπέ, ως γνωστόν δεν γίνεται. Θέλει παλληκάρια να ξέρουν από ντουφέκι και από σπαθί, να ξέρουν και από κακουχίες. Όμως η πατρίδα είχε τους αρματωλούς και τους Κλέφτες, είχε τους καραβοκύρηδες, άλλοτε εμπόρους και άλλοτε πειρατές, είχε τους Σουλιώτες και τους λοιπούς σκληροτράχηλους ορεσίβιους. Όλοι ήταν έτοιμοι για τον μεγάλο ξεσηκωμό.

Και η μεγάλη ώρα κάποτε έφτασε. Και η Ρωμιοσύνη ήταν αποφασισμένη. Γράφει χαρακτηριστικά ο στρατηγός Μακρυγιάννης:
«Αποφάσισαν οι νοικοκυραίοι ότι η τυραγνία των Tούρκων – την δοκιμάσαμεν τόσα χρόνια, δεν υποφέρνονταν πλέον. Και δι’ αυτείνη την τυραγνία, οπού δεν ορίζαμεν ούτε βιόν, ούτε τιμή, ούτε ζωή (ξέραμεν κι’ ότ’ ήμασταν ολίγοι και χωρίς τ’ αναγκαία του πολέμου) αποφασίσαμεν να σηκώσωμεν άρματα αναντίον αυτής της τυραγνίας. Είτε θάνατος, είτε λευτεριά.»

Ήταν ένας ξεσηκωμός παράτολμος από κάθε άποψη. Καθώς η όποια προετοιμασία προηγήθηκε δεν μπορούσε να συγκριθεί με την δύναμη των σουλτανικών ασκεριών. Αυτό όμως που περίσσευε ήταν η τρέλα και ο πόθος της ελευθερίας, ήταν το δίκιο του ιερού και ευλογημένου αγώνα, ήταν η αρχαία κληρονομιά που φώναζε στις καρδιές των Ελλήνων, που ήθελε Ελληνικό κράτος ελεύθερο. Οι υπόδουλοι Ρωμιοί διεκδικούν πίσω τον τόπο τους, να τον διαφεντέψουν κατά την αρέσκεια και κατά τις παραδόσεις τους. Το τόλμημα μεγάλο, ο κόσμος τους θεωρούσε τρελούς. Γράφει ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης χαρακτηριστικά:
«Όταν αποφασίσαμε να κάμομε την Επανάσταση, δεν εσυλλογισθήκαμε ούτε πόσοι είμεθα ούτε πώς δεν έχομε άρματα ούτε ότι οι Τούρκοι εβαστούσαν τα κάστρα και τας πόλεις... άλλά ως μία βροχή έπεσε εις όλους μας ή επιθυμία της ελευθερίας μας, και όλοι, και ο κλήρος μας και οι προεστοί και οι καπεταναίοι και οι πεπαιδευμένοι και οι έμποροι, μικροί και μεγάλοι, όλοι, εσυμφωνήσαμε εις αυτό το σκοπό και εκάμαμε την Επανάσταση...
 ...Η Eπανάστασις η εδική μας δεν ομοιάζει με καμμιάν απ΄ όσες γίνονται σήμερον εις την Ευρώπην. Της Ευρώπης οι επαναστάσεις εναντίον των διοικήσεών των είναι εμφύλιος πόλεμος. Ο ειδικός μας πόλεμος ήταν ο πλέον δίκαιος, ήτον έθνος με άλλο έθνος, ήτον με έναν λαόν... ο Σουλτάνος [δεν] ηθέλησε ποτέ να θεωρήσει τον ελληνικόν λαον ως λαόν, αλλ΄ ως σκλάβους...
...Ο κόσμος μας έλεγε τρελλούς. Ημείς αν δεν είμεθα τρελλοί, δεν εκάναμε την Επανάσταση»

Τρεις εχθρούς, τρεις αυτοκρατορίες είχαν να αντιπαλέψουν οι επαναστατημένοι Έλληνες. Πρώτος εχθρός οι Τούρκοι, η Οθωμανική Αυτοκρατορία με τον Σουλτάνο. Δεύτερος οι Ευρωπαίοι με την Ιερά συμμαχία και την Αυστροουγγαρία του Μέττερνιχ που επ ουδενί δεν ήθελαν επαναστατημένους λαούς στα πόδια τους, και τρίτος και φοβερότερος από όλους η σκοτεινή Αυτοκρατορία του κακού μας εαυτού και η Ελληνική εμφύλια διχόνοια που λίγο έλειψε να τινάξει τα πάντα στον αέρα.

Λοιπόν, ξέσπασε στην Πελοπόννησο η επανάσταση κατά τις ημέρες του Ευαγγελισμού του 1821, και φούντωσε, όπως φουντώνει η φωτιά το καλοκαίρι στα ξερόχορτα. Ο πόθος της Λευτεριάς απλώς δεν μπορούσε να ελεγχθεί, δεν μπορούσε να συμμαζευτεί. Βέβαια, αυτός ο πόθος δεν έκαιγε μόνο στην Νότιο Ελλάδα, και για να μην να είμαστε άδικοι, οφείλουμε να μνημονεύσουμε και τις υπόλοιπες εστίες που σχεδόν ταυτόχρονα ξέσπασαν. Την επανάσταση του Υψηλάντη στην Μολδοβλαχία με την θυσία των νέων του Ιερού Λόχου, και το κίνημα των Χαλκιδικιωτών και αγιορειτών μοναχών υπό τον Εμμανουήλ Παππά, που καταλήγει στην θυσία του καπετάν Χάψα στα Βασιλικά. Αυτά όμως ήταν ήδη καταδικασμένα να καταπνιγούν στο αίμα.

Πρώτο σημαίνον και επώνυμο θύμα του ξεσηκωμού ο (ούτως ή άλλως τελών υπό δυσμένεια) πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε', πληρώνει στα 70 του την σουλτανική οργή, έχοντας ωστόσο αποτρέψει μόλις την σφαγή των Ρωμιών της Κωνσταντινουπόλεως.

Στην Πελοπόννησο όμως η επανάσταση πάει καλά. Οι πόλεις και τα χωριά ένα-ένα ανασάνουν την ελευθεριά, μετά από 4 ολόκληρους αιώνες. Οι βαριές μνήμες της μακρόχρονης σκλαβιάς δίνουν δύναμη στους αγωνιστές, να καταφέρουν το ακατόρθωτο. Παντού οι Τουρκικές φρουρές παραδίδονται ή υποχωρούν σε πανικό. Σταθμός στον αγώνα η άλωση της Τριπολιτσάς. Τα λόγια του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη είναι χαρακτηριστικά του κλίματος και της ψυχολογίας των αγωνιστών:
«Όταν έμβηκα εις την Τριπολιτσά, με έδειξαν τον Πλάτανο εις το παζάρι όπου εκρέμαγαν τους Έλληνας. Αναστέναξα και είπα: «Άϊντε, πόσοι από το σόγι μου και από το έθνος μου εκρεμάσθηκαν εκεί», και διέταξα και το έκοψαν. »

Οι πράξεις ηρωϊσμού και αυτοθυσίας διαδέχονται η μια την άλλη. Τι να θυμηθεί κανείς και τι να αφήσει; Αλαμάνα, Γραβιά, Πέτα, Μανιάκι, Δερβενάκια, λέξεις που έχουν πια περάσει στον μύθο, όπως και τα ονόματα των αγωνιστών, Κολοκοτρώνης, Αθανάσιος Διάκος, Καραϊσκάκης, Παπαφλέσσας, Κανάρης, Μπουμπουλίνα, Νικηταράς, και τόσοι άλλοι... Δεν πολεμούν ωστόσο μόνοι τους. Ανασταίνονται μέσα τους και πολεμούν μαζί, όπως οι ίδιοι μας μαρτυρούν, όλοι οι πρόγονοι, οι «γονέγοι της ανθρωπότης», Μιλτιάδηδες και Θεμιστοκλήδες και Μεγαλέξανδροι, Βουλγαροκτόνοι και Παλαιολόγοι. Φωνάζουν μέσα τους και οι αγέννητοι, λαχταρούν πατρίδα ελεύθερη για να ζήσουν. Φιλοτιμούνται οι αγωνιστές μας να φανούν άξιοι, και στους προγόνους, και στους επιγόνους. Οι περισσότεροι από αυτούς τους αγωνιστές δεν έζησαν να δουν την πατρίδα ελεύθερη. Αρκέστηκαν να την παραδώσουν ελεύθερη σε εμάς. Για αυτούς ο αγώνας για την λευτεριά ήταν σαν την ελευτεριά η ίδια.

Η αυτοκρατορία, αμήχανη, δείχνει ανεπαρκής στο να αντιμετωπίσει την Ελληνική επανάσταση. Χάνει την πρωτοβουλία και εκδικείται με ανελέητες σφαγές πληθυσμών. Νάουσσα, Χίος, Ψαρά, Μεσολόγγι, και άλλες πόλεις θα πληρώσουν ακριβά το τόλμημα της ελευθερίας. Βαρύ τίμημα θα πληρώσει και η μαρτυρική Κύπρος, με τον κλήρο της να σφαγιάζεται εκδικητικά. Η επαναστατημένη Ελλάδα θα γνωρίσει την ερήμωση. Χάνονται συνολικά 800.000 ψυχές, αριθμός ασύλληπτος, καθώς συνιστά το 1/3 του συνολικού πληθυσμού, και μάλιστα στις πιο παραγωγικές ηλικίες. Η γεωργία ερημώνει, η βιοτεχνία καταστρέφεται. Το νέο κράτος θα πρέπει να αρχίσει κυριολεκτικά από το μηδέν. Όμως εδώ θα ισχύσει ο λόγος του Κολοκοτρώνη:
«την Ελλάδα θέλομεν, και ας τρώγωμεν πέτρες». ...
...διότι οι Έλληνες δεν πτοούνται, προτάσσουν την ελευθερία μπροστά από την οικονομική ευημερία. Αν είναι η πατρίδα ελεύθερη, τότε και η προκοπή ακολουθεί, πρώτα συλλογική και μετά ατομική. Μας λέει ο Μακρυγιάννης:
«Να’ρθεί ένας να μου ειπεί ότι θα πάει ομπρός η πατρίδα, στρέγομαι να μου βγάλει και τα δυο μου μάτια. Ότι αν είμαι στραβός και η πατρίδα μου είναι καλά, με θρέφει. Αν είναι η πατρίδα μου αχαμνά, δέκα μάτια νά’χω, στραβός θανά είμαι»

Με αυτά και με άλλα, μέσα από αγώνες, μάχες και σφαγές, νίκες και ήττες, μέσα από δόξες και μεγαλοψυχίες, αλλά και εμφύλια μίση και σπαραγμούς (που λίγο έλειψε να τινάξουν στον αέρα όλο το εγχείρημα), αλλά και μέσα από διπλωματία και γεωπολιτικά παζάρια με τις μεγάλες Δυνάμεις, η λευτεριά μοσχοβόλησε επιτέλους στην μαρτυρική γη. Το πρώτο Ελληνικό ανεξάρτητο κράτος, καλύπτοντας μικρό μόνο μέρος του ευρύτερου Ελληνικού ζωτικού χώρου, σακατεμένο και παραζαλισμένο από τον πολυετή αγώνα, πασχίζει να ορθοποδήσει, να βάλει τα πρώτα θεμέλια της προκοπής του. Και αυτός ο αγώνας αποδεικνύεται εξίσου, αν όχι περισσότερο σκληρός.

Ο ερχομός του κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, ανθρώπου σπανίου ήθους και ικανοτήτων, έδινε τα εχέγγυα για το καλύτερο δυνατό ξεκίνημα. Κατά το μικρό διάστημα της κυβερνήσεώς του μπήκαν τα θεμέλια για ένα σύγχρονο Ελληνικό κράτος, δυνατό, βιώσιμο και σεβαστό. Δυστυχώς το χέρι που τον δολοφόνησε ένα Κυριακάτικο πρωϊνό στο Ναύπλιο, δολοφόνησε και τις ελπίδες για πλήρη και ανόθευτη εθνική ανεξαρτησία. Η βαυαροκρατία που ακολούθησε άνοιξε έναν νέο κύκλο περιπετειών για το νεότευκτο κρατίδιο και την Ρωμιοσύνη, κύκλο υποτέλειας, χρεών και δανείων, και εθνικής αλλοτρίωσης. Έναν κύκλο που δικαιούμαστε ίσως να υποψιαζόμαστε ότι μένει ανοικτός ίσαμε σήμερα.

Ωστόσο το 1821 παραμένει και θα παραμένει χρυσωρυχείο διδαγμάτων και παραδειγμάτων για εμάς τους Έλληνες, όσες γενιές και να περάσουν, αλλά και για κάθε άνθρωπο όπου γης, που αγαπά την ελευθερία και το δίκιο, και αγωνίζεται για αυτά. Ένα χρυσωρυχείο που πολλοί προσπάθησαν και θα προσπαθούν πάντα να κλείσουν, φοβούμενοι το αδούλωτο φρόνημα που εκπέμπει.

Ένα χρυσωρυχείο προτύπων και ηρώων, για όσους διακρίνουν ότι η Ελευθερία θέλει Αρετή και Τόλμη. Χρυσωρυχείο ηρώων της πραγματικής ζωής, και όχι των κόμικς και του κινηματογράφου. Ανθρώπων με πάθη και ελαττώματα, ανθρώπων της διπλανής πόρτας, ανθρώπων σαν κι εμάς, από το ίδιο υλικό, από την ίδια πάστα με εμάς. Που έγιναν ήρωες όχι γιατί ήταν υπεράνθρωποι ή τέλειοι σε όλα, αλλά γιατί ιεράρχησαν την Πατρίδα, την Πίστη και την Ελευθερία πάνω και από την ζωή τους την ίδια, και αγωνίστηκαν με πάθος για αυτά μέχρις εσχάτων. Γιατί προτίμησαν τον θάνατο από την σκλαβιά και την μιζέρια μιας άχαρης και ανόητης ζωής.

Οι νέες γενιές, αν θέλουν να κομίσουν στάση και πρόταση διαφοράς και αντίστασης απέναντι σε ένα Σύστημα που αποζητά από τους ανθρώπους να γίνουν κιμάς και γραναζάκια σε μηχανισμούς υποδούλωσης και σκοτεινών σκοπιμοτήτων, οφείλουν να πάρουν πολύ στα σοβαρά το παράδειγμα της Ελληνικής επανάστασης του 1821, να εμπνευστούν από τα πρότυπα και το μεγαλείο των ηρώων του, αλλά και να διδαχθούν από τα λάθη τους.

Να τους νιώσουν μέσα τους, να νιώσουν την φωνή τους, και τις ελπίδες που απόθεσαν για έναν καλύτερο κόσμο σε εμάς, τους επιγόνους τους. Να εντρυφήσουν στο «Εμείς» και να ταπεινώσουν το «Εγώ».  Να καλλιεργήσουν την «Αρετή» και να ασκηθούν στην «Τόλμη», να ερωτευτούν την «Λευτεριά». Να σκύψουν στα ματωμένα από το αίμα των αγωνιστών χώματα, να τα φιλήσουν και να τα φυλάξουν. Αυτή, όπως λέει και ο συγγραφέας, είναι «η παμπάλαια παιδαγωγική, η ανήλεη, που μονάχα αυτή σώζει το Γένος» ... και θα προσέθετα εγώ: και το κάνει και ακτινοβολεί ελπίδες χαραυγής σε έναν κόσμο πεζό, σκοτεινό και απελπισμένο, σαν τον σημερινό.

Με συγχωρείτε για την μακροσκελή φλυαρία μου. Θα μπορούσα ίσως για την μεγαλειώδη εθνική επέτειο να πώ άλλα τόσα, και άλλα τόσα, λόγια ατέλειωτα. Θα μπορούσα όμως και να περικλείσω όλη αυτή την ομιλία με λακωνική σοφία στο δίστιχο του ποιητή:

«Τούτο το λόγο θα σας πω, δεν έχω άλλο κανένα
μεθύστε με τ’ αθάνατο κρασί του Εικοσιένα!»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Δεν επιτρέπονται σχόλια που συκοφαντούν κάποιο πρόσωπο, που περιέχουν υβριστικούς χαρακτηρισμούς κλπ.

Προσωρινά ενεργοποιήθηκε η προ-έγκριση επειδή υπήρξαν κρούσματα προσβλητικής συμπεριφοράς και οφείλουμε να διαφυλάξουμε την αξιοπρέπεια του ιστολογίου μας.
Για τον ίδιο λόγο λόγο ενεργοποιήσαμε να σχολιάζουμε μόνον όσοι έχουν προφίλ.

Γράψτε το σχόλιό σας και απλά περιμένετε λίγες ώρες μέχρι να το δείτε δημοσιευμένο.

Σχόλιο που τηρούν στοιχειώδη κανόνες ευπρέπειας είναι αυτονόητο ότι αποτελούν αφορμή διαλόγου και ουδέποτε θα λογοκριθούν.

Ανώνυμα σχόλια που επαναλαμβάνουν συνεχώς τα ίδια χωρίς να προσθέτουν κάτι στην συζήτηση ενδέχεται να διαγραφούν για την διαφύλαξη της ποιότητας. Τα σχόλια δεν είναι πεδίο στείρας αντιπαράθεσης αλλά προβληματισμού και γόνιμου διαλόγου.