Ἀκολουθεῖστε
τοὺς παρακάτω συνδέσμους κάνοντας «κλικ»γιὰ νὰ δεῖτε:
4.
Φωτογραφικὸ Ὑλικό.Παραθέτουμε ενδεικτικά κάποιο από το υλικό:
Η Κρήτη, ἡ μεγαλόνησος, ἡ λεβεντογέννα Κρήτη,
πάντοτε ἔδινε «τὸ παρὼν» στοὺς ἐθνικοὺς ἀγῶνες γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῶν
σκλαβωμένων τμημάτων τῆς μάνας Ἑλλάδος. Κρῆτες ἐπάνδρωσαν τὰ ἀπελευθερωτικὰ
σώματα τῆς Μακεδονίας μας, τῆς Ἠπείρου, τῆς Βορείου Ἠπείρου, τῆς Κύπρου,
παντοῦ. Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἡ ἴδια ἡ Κρήτη ἀπειλήθηκε τὸ 1941 ἀπὸ τὸν πιὸ πάνοπλο
ἐπιδρομέα, τὸν Γερμανό, σήκωσε αὐθόρμητα τὴν κορμοστασιά της καὶ ἀναμετρήθηκε
μαζί του. Διότι:
«Κρήτη...γεννήτρα παλικαριῶν
Κρήτη μου πρωτοπόρα
ὅποτε καὶ ὅπου χρειασθεῖ
τηνὲ τιμᾶς τὴ χώρα».
Καὶ
τὴν ἐτίμησε ὅλος, σύσσωμος ὁ λαός τῆς Κρήτης, ἄνδρες καὶ γυναῖκες. Νὰ πὼς
περιγράφει Γερμανὸς ἀξιωματικὸς τῶν ἀλεξιπτωτιστῶν ἕνα περιστατικὸ στὴν
περιοχὴ Γαλατᾶ Χανίων, ὅπου πραγματοποιήθηκε καὶ ἡ κυρία προσπάθεια τῶν
Γερμανῶν:
«Στὸ λιγοστὸ φῶς τῆς ἡμέρας θυμᾶμαι
ποὺ πετάχθηκε σὰν ἀγρίμι μέσα ἀπὸ τοὺς ἀγκαθωτοὺς θάμνους, σὰν ἀστραπή, μιὰ
λεβεντόκορμη σιλουέτα, στὰ μαύρα ντυμένη, μὲ ψηλὲς μπότες καὶ σαρίκι στὸ
κεφάλι, ποὺ δίχως καθυστέρηση φύτεψε μὲ τὸ γερμανικὸ αὐτόματο, ποὺ κρατοῦσε,
πέντε σφαῖρες στὸ στομάχι δύο ἀλεξιπτωτιστῶν. Πρὶν προλάβουμε νὰ ἀντιδράσουμε,
ἔπεσε κάτω, γλιστρώντας σὰν φίδι μέσα στοὺς θάμνους μὲ δαιμονισμένη ταχύτητα.
Ἀντιδρῶντας γρήγορα, τὸν κυκλώσαμε καὶ προσπαθήσαμε νὰ τὸν ἐξουδετερώσουμε.
Ὅταν ἔφθασα κοντά του δὲν εἶχε ἀκόμα πεθάνει. Τὰ μάτια του ἀνοικτά, κατάμαυρα,
λὲς καὶ φοβέριζε τὸν ἐρχομὸ τοῦ θανάτου, ὅμως ὅλο σχεδὸν τὸ κορμί του ἦταν
χτυπημένο ἀπὸ τὰ θραύσματα τῆς χειροβομβίδας. Τὸν σήκωσα καὶ ἀκούμπησα τὴν
πλάτη του στὸν κορμὸ μιᾶς χοντρῆς ἐλιᾶς. Εἰλικρινὰ μὲ εἶχε συναρπάσει ἡ τακτικὴ
ποὺ μαχόταν. Θὰ ἦταν περίπου 18 χρονῶν. Πρὶν ξεψυχήσει, κοίταξε βαθιὰ μέσα στὰ
μάτια τὸ στοχασμό μου καὶ χαμογέλασε. Ξαφνιάστηκα. Δὲν ξέρω ἄν χαμογελοῦσε σὲ
μένα ἤ στὸν θάνατο, ποὺ φτερούγιζε γιὰ νὰ τὸν πάρει. Σήκωσε μὲ κόπο τὸ δεξί του
χέρι, πῆρε ἀπὸ τὸ λαιμό του ἕνα σταυρό ποὺ κρεμόταν, τὸν φίλησε κι ἔγειρε τὸ
κεφάλι πλάγια, ξεψυχώντας μὲ καρφωμένο στὰ χείλη του τὸ χαμόγελο. Ὅμως, ἡ
ἔκπληξή μου ἔμελλε νὰ κορυφωθεῖ, ὅταν τραβῶντας τὸ σαρίκι του γιὰ νὰ τὸν
ξαπλώσω χάμω, ξεχύθηκαν ἀπ’ τὸ κεφάλι του μισὸ μέτρο κατάμαυρα μαλλιά. Τότε
μόνο κατάλαβα πὼς ἦταν γυναῖκα. Βουβάθηκα. Ἦταν κάτι ποὺ δὲν τὸ περίμενα.
Ἔνοιωσα στὸ λαιμό μου ἕναν κόμπο νὰ μὲ πνίγει. Ἦταν ἡ πρώτη φορὰ ποὺ
συνειδητοποίησα ὅτι ἡ μοίρα τῶν ἀλεξιπτωτιστῶν θὰ ‘ ταν πολὺ δύσκολη στὴν
Κρήτη. Ἔφυγα, ἀφήνοντας τὴ σκέψη μου κάτω ἀπὸ τὴ γέρικη ἐλιά, κοντὰ στὴ νεκρὴ
κοπέλα».
Ἡ προτομὴ τοῦ Χατζημιχάλη Νταλιάνη (βρίσκεται στὴν εἴσοδο τοῦ Δελβινακίου), τοῦ Δελβινακιώτη ἥρωα, ποὺ ἄφησε τὴν τελευταῖα πνοὴ του στὸ Φραγκοκάστελο τῶν Χανίων, θυσιαζόμενος ἐκεῖ στὶς 18 Μαΐου τοῦ 1828 γιὰ τὴν ἐλευθερία τῆς Κρήτης
Ἀπαγγελία ποιήματος