«Οὐ μὴ γὰρ τοῖς
ἐχθροῖς σου τὸ μυστήριον εἴπω, οὐ φίλημά σοι δώσω καθάπερ ὁ Ἰούδας»
Εἶναι ἀδιαμφισβήτητο γεγονός, ὅτι
πολλοὶ Χριστιανοί ἔχουν πιὰ ἀναγνωρίσει, ὅτι ὁ Οἰκουμενισμὸς ἀποτελεῖ τὴν μεγαλύτερη
αἵρεση τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἱστορίας· ἔχουν
πιὰ καταλάβει, ὅτι οἱ ποιμένες δὲν στέκονται στὸ ὕψος τῶν περιστάσεων καὶ τῶν εὐθυνῶν
ποὺ φέρει ἡ θέση τους στὴν Ἐκκλησία· ἔχουν
πιὰ διακρίνει, ὅτι λύκοι βαρεῖς καὶ δοῦλοι πονηροὶ λυμαίνονται τὸ ποίμνιο.
Ἐνῶ
ὅμως ἔχουν καταλάβει, διστάζουν νὰ ἐφαρμόσουν τὴν ἁγιοπατερικὴ διδασκαλία καὶ τοὺς
ἱεροὺς Κανόνες γιὰ τὴν καταπολέμηση τῆς αἱρέσεως καὶ χρησιμοποιοῦν ὡς
ἐλαφρυντικὸ γιὰ τὸν δισταγμό τους τὴν ἄγνοια καὶ τὴν ἔλλειψη κατήχησης ποὺ ὁμολογουμένως
ἐπικρατεῖ. Ἔτσι σκεπτόμενοι καὶ κινούμενοι ἀπὸ τὴν ἀδιαμφισβήτητη καὶ δεδομένη εὐσέβειά
τους συνεχίζουν νὰ ἐπισκέπτονται κάθε Κυριακὴ τὶς ἱερὲς ἀκολουθίες καὶ νὰ
κοινωνοῦν μὲ τοὺς αἱρετικούς, ξεχνώντας ὅμως τὸ ἀκόλουθο σημαντικό:
Ἡ Θεία Λειτουργία πρώτη μᾶς
διδάσκει, πῶς πρέπει νὰ συμπεριφερόμαστε ἀπέναντι στοὺς αἱρετικούς, δηλ. νὰ
ἀποφεύγουμε τὴν κοινωνία μαζί τους. Γι’ αὐτὸν τὸν λόγο θέλω νὰ ἐκφράσω μερικὲς
σκέψεις μου γιὰ τὸ συγκεκριμένο ὑψίστης σημασίας γιὰ τὴν σωτηρία μας —καὶ
ὁμολογουμένως προσωπικὸ γιὰ τὸν καθένα μας— θέμα, προσεγγίζοντας κι ἀπὸ μία
ἄλλη σκοπιὰ τὴν ἀπὸ τους Πατέρες πολλάκις ἀναφερόμενη μόλυνση καὶ τὸ κατάκριμα
ἀντὶ γιὰ τὴν Χάρη ποὺ προκύπτει ἀπὸ τὴν κοινωνία μέ τοὺς αἱρετικούς.
Ἡ Ὀρθόδοξη Θεία Λειτουργία —ἡ
μοναδικὴ ἀληθινὴ Θεία Λειτουργία—εἶναι ἡ ἔκφραση τῆς μυστηριακῆς καὶ μεταμορφωτικῆς
πορείας τοῦ πιστοῦ Χριστιανοῦ. Μέσῳ αὐτῆς ἀφήνουμε τὸν κόσμο αὐτὸν καὶ
προγευόμαστε τὸν κόσμο τοῦ Θεοῦ, τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ πραγματοποιεῖται κατὰ
κύριον λόγο μέσῳ τῆς κορύφωσης τῆς Θείας Λειτουργίας, τῆς Θείας Μεταλήψεως.
Ὁλόκληρη ἡ Θεία Λειτουργία προετοιμάζει ἀκριβῶς αὐτό, δηλ. τὴν μεταβολὴ τῶν
γήινων δώρων ποὺ προσφέρει ἐλευθέρως ὁ ἀληθινὸς πιστός στὸν Κύριο, τὸν ἄρτο καὶ
τὸν οἶνον, σὲ σῶμα καὶ αἷμα Κυρίου. Ἐκεῖνος ὡς «ἡ ἄμπελος ἡ ἀληθινή», ὡς «ὁ
προσφέρων καὶ ὁ προσφερόμενος», ὡς ἡ Μία καὶ Μοναδικὴ Κεφαλὴ τῆς Ἐκκλησίας μᾶς
καταστᾶ μὲ τὴν συμμετοχὴ μας στὴν Θεία Κοινωνία μετόχους τῆς τρισηλίου Θεότητας
καθῶς ὁ ἴδιος μᾶς ὑποσχέθηκε: «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τό Αἷμα ἐν
ἐμοὶ μένει κἀγὼ ἐν αὐτῷ» (Ἰω. 6, 56).
Ἡ συμμετοχὴ σ΄ αὐτὸ τὸ ὕψιστο
Μυστήριο μας εἶναι ἐπιτρεπτὴ μόνο γιὰ τὰ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, μόνο γιὰ τοὺς
Ὀρθόδοξους. Κανεὶς ἄλλος δὲν ἐπιτρέπεται νὰ παρευρίσκεται, στὴν τέλεση τοῦ
Μυστηρίου αὐτοῦ.
Ἀκόμα καὶ οἱ κατηχούμενοι καὶ οἱ μετανοοῦντες πρέπει κανονικὰ
μὲ τὴν ἀναγγελία τοῦ «τὰς θύρας, τὰς θύρας» νὰ ἐγκαταλείψουν τον ναό.
Τὸ
Πηδάλιο ἀναφέρει μάλιστα στὴν συμφωνία τοῦ 11ου Κανόνος τῆς 1ης
Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὅτι οἱ Ἐπίσκοποι τῆς ὀρθοδόξου τότε Ρώμης, εἶχαν τὴν
εὐγενὴ καὶ γεμάτη ἀγάπη συνήθεια νὰ βγαίνουν μετὰ τὴν Θεία Λειτουργία ἀπὸ τὸν
ναό καὶ νὰ κλαῖνε μαζὶ μὲ τοὺς μετανοοῦντες, νὰ τοὺς σηκώνουν καὶ ἔτσι νὰ τοὺς
στέλνουν δυναμωμένους (παρὰ τὸν ἀποκλεισμό τους ἀπὸ τὴν Θεία Κοινωνία) στὰ
σπίτια τους (τί διαφορὰ ἀλήθεια ἀπὸ τοὺς σημερινοὺς ἐπαγγελματίες ἐπισκόπους
τῶν λιμουζίνων καὶ τῶν βιλλῶν).
Ὅταν ἐμεῖς, οἱ πιστοί, βλέπουμε σήμερα, ὅτι
τίποτα ἀπὸ αὐτὰ δὲν τηρεῖται, ὅτι ὄχι μόνο αἱρετικοί, ἀλλὰ ἀκόμα μέχρι καὶ Μουφτῆδες
καὶ Βουδιστὲς βρίσκονται κατὰ την Θεία Λειτουργία μέσα στὸν Ἱ. Ναό, ποιά πρέπει
νὰ εἶναι ἡ ἀντίδρασή μας; Ἡ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ αὐτούς, ποὺ ἐμπαίζουν καὶ
μολύνουν τὰ ἱερά;
Διότι καὶ ἡ δική μας συμμετοχὴ στὸ
Μυστήριο ἔχει μία προϋπόθεση, ἡ ὁποία εἶναι ζήτημα σωτηρίας ἢ ἀπωλείας: Ἡ
συμμετοχή μας πρέπει νά γίνεται ἀξίως, εἰδάλλως ἡ Θεία Κοινωνία μετατρέπεται σύμφωνα
μὲ τὸν Ἅγ. Νικόλαο τὸν Καβάσιλα (Ἑρμηνεία τῆς Θείας Λειτουργίας) ἀπὸ «ἄφεση
ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴ αἰώνιος» σὲ κρίμα καὶ κατάκριμα, σὲ καταδίκη τοῦ ἀναξίου
πιστοῦ. Ὁ πιστὸς ἐκεῖνος ποὺ