" H παιδεία αποτελεί βασική αποστολή του Kράτους και έχει σκοπό την ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των Eλλήνων, την ανάπτυξη της εθνικής και θρησκευτικής συνείδησης και τη διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες."
Άρθρο 16, παράγραφος 2 του Ελληνικού Συντάγματος

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2015

Προτάσεις για Χριστουγεννιάτικη γιορτή στα σχολεία

1η πρόταση:  
από τον συνάδελφο θεολόγο Γ Γ, (Θεσσαλονίκη), τον οποίο ευχαριστούμε θερμά
Για τα Χριστούγεννα θα δείξω αυτή την ταινία :

που μου άρεσε και θα χρησιμοποιήσω και το παρακάτω κείμενο (μετά την προβολή της ταινίας):



ΤΟ SUPER DEAL ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ
Ολοένα και περισσότερο τα τελευταία χρόνια τα Χριστούγεννα μας θυμίζουν ένα μεγάλο παζάρι, συμφωνία, ανταλλαγή. Ανταλλάσσουμε το Χριστό με εικόνες, αγαθά, δώρα, ρεβεγιόν, διακοπές, ξεκούραση, ταξίδια, βόλτες, ταινίες, τραγούδια και ό,τι άλλο το καταναλωτικό μυαλό μας σκέφτεται. Η Εκκλησία μπορεί να φωνάζει ότι Χριστούγεννα χωρίς Χριστό δεν έχουν νόημα, ωστόσο περισσότερο βλέπουμε το Χριστό της φάτνης ή τραγουδάμε το Χριστό της Άγιας Νύχτας και ελάχιστα ζούμε το Χριστό της πίστης, το Χριστό ως Σωτήρα μας.
Αναρωτιέμαι τι σημαίνει Χριστός – Σωτήρας. Δεν ξέρω αν είμαστε πολλοί αυτοί που το ψάχνουμε. Για να υπάρξει Σωτήρας, χρειάζεται να θέλουμε να σωθούμε από κάτι και να διαλέξουμε Κάποιον που να μας σώσει. Η Εκκλησία λέει ότι έχουμε ανάγκη να σωθούμε από το θάνατο, το κακό, την αμαρτία. Τίποτε από αυτά δεν βλέπω να αγγίζει τη ζωή μας.

Ο θάνατος για μας τους νέους είναι πολύ μακριά ή έτσι θέλουμε να πιστεύουμε. Άλλωστε, έχουμε όνειρα, θέλουμε να χαρούμε τη ζωή μας, μας φτάνουν τα βάσανα του σχολείου, του Πανεπιστημίου, των σχέσεων που έχουμε και μας ταλαιπωρούν διότι δε μας δίνουν και κανένα ουσιαστικό νόημα ή αυτών που θα θέλαμε να έχουμε, αλλά κανείς δε μας δίνει σημασία.

Το κακό είναι σχετικό. Ξέρουμε ότι το έχουν οι μεγάλοι, όταν καταστρέφουν το περιβάλλον, όταν κάνουν πολέμους, όταν λένε ψέματα, όταν δε ρωτάνε τη γνώμη μας, όταν είναι υποκριτές. Εμείς, άλλωστε, ικανοποιούμε τις επιθυμίες μας και όλοι όσοι μιλούν για μας, η τηλεόραση, η διαφήμιση, οι φίλοι μας, θεωρούν ότι είναι δικαίωμά μας και καλά κάνουμε. Όσο για τους γονείς μας, αυτοί μας δίνουν χρήματα για να μη μας λείψει τίποτα και μας αγοράζουν ό,τι η καταναλωτική μας κοινωνία προσφέρει, για να μη αισθανόμαστε μειονεκτικά.

Η αμαρτία είναι παλιομοδίτικη αντίληψη περί ηθικής. Άλλωστε, το βλέπουμε στην τηλεόραση και το ακούμε από κάποιους καθηγητές μας ότι αυτοί που μιλούν για ηθική, δηλαδή οι παπάδες, είναι χειρότεροι υποκριτές από όλους. Ας αφήσουν τα πλούσια άμφιά τους και ας δώσουν χρήματα στους φτωχούς πρώτα και μετά ας έρθουν να μας μιλήσουν για αμαρτία. Άλλωστε, «ουδείς αναμάρτητος» και έχουμε χρόνο γι’ αυτά, αν έχουν κάποια αξία.

Από τι να σωθούμε λοιπόν, που δεν μας λείπει τίποτα;
Σωτήρες υπάρχουν σήμερα πολλοί. Είναι οι ωραίες ιδέες, είναι οι ήρωες των περιπετειών στον κινηματογράφο, είναι ο φίλος που θα με βοηθήσει να αντιγράψω στο μάθημα που δεν ξέρω, είναι εκείνος που θα μ’ ακούσει στο καρδιοχτύπι μου ή όταν γευτώ το πούλημα από τον «δικό» μου ή τον «κολλητό» μου, αυτός που θα δώσει κέφι στη ζωή μου με το τραγούδι του, την ομορφιά του, που θα με κάνει μέλος στο fan club του, είναι ο πρόεδρος που θα κάνει τη μεγάλη μεταγραφή και η ομαδάρα θα πατήσει τους εχθρούς.

Άρα, γιατί να επιλέξω να με σώσει ο Χριστός;
Μ’ αρέσουν τα χριστουγεννιάτικα έθιμα, όπως και οι γιορτές γενικά. Με κάνουν να αισθάνομαι πιο πολλή αγάπη, να θέλω να βοηθήσω ένα φτωχό, με φέρνουν πιο κοντά στους γονείς, τ’ αδέρφια, τους φίλους μου, μοιράζομαι δώρα, καταναλώνω. Ξεχνώ το μέσα μου κενό. Ξεχνώ όλα εκείνα τα μικρά ή μεγάλα που με κάνουν να μελαγχολώ ή να φοβάμαι. Έστω και για λίγο. Μπορώ να επιδείξω τα ρούχα μου, τα αρώματά μου, την διάθεσή μου, τη μάσκα που κρύβει το αληθινό μου πρόσωπο. Γι’ αυτό και λυπάμαι όταν ξαναγυρίζω στο πρόγραμμα, στη ρουτίνα, όταν το δέντρο ξεστολίζεται κι όταν οι μάσκες ξαναμπαίνουν στο κουτί μαζί με τα φώτα και τα στολίδια.
Τελικά, μάλλον κάτι μου λείπει.

Άμα το ψάξεις, θα δεις ότι από το Super Deal των Χριστουγέννων λείπει η πραγματική αγάπη. Λείπει το νόημα που θα με κάνει να νιώθω ότι αξίζει η ζωή μου κάτι παραπάνω από μια επιθυμία, ένα αγαθό, ένα δώρο. Λείπει η δύναμη που χρειάζεται για να δω τον εαυτό μου όπως στ’ αλήθεια είναι και όχι σε σύγκριση με τους άλλους. Λείπει η χαρά που θα κρατήσει παραπάνω από μια γιορτή. Λείπει εκείνη η σχέση που δεν θα είναι για μια νύχτα ή ένα μήνα, αλλά θα με ανεχτεί για μια ζωή, θα μ’ αγαπήσει και θα μου απλώσει το χέρι ώστε να μην πέσουν τίτλοι τέλους. Λείπει εκείνη η παρέα που δεν θα την ενώνει το πρόσκαιρο του σχολείου, του Πανεπιστημίου, του έρωτα, της διασκέδασης, αλλά θα μένει ζωντανή όσα χρόνια κι αν περάσουν.

Η Εκκλησία μου λέει ότι ο Χριστός είναι Εκείνος που μου τα δίνει όλα αυτά. Ο Χριστός που κοινωνώ στη λειτουργία των Χριστουγέννων αλλά και κάθε Κυριακή. Ο Χριστός που με συγχωρεί για όλες τις αμαρτίες μου, για όλα τα ελαττώματά μου, για όλες μου τις αποτυχίες. Ο Χριστός που μου μαθαίνει να συγχωρώ φίλους κι εχθρούς. Ο Χριστός που με συναντά στη λύπη και τη χαρά. Ο Χριστός που με σώζει από το να υπάρχω μόνο για να καταναλώνω και με κάνει να υπάρχω για να αγαπώ.
Ο Χριστός φανερώνει το αληθινό μου πρόσωπο. Είναι το Φως που φωτίζει το μέσα μου. Είναι το νόημα που ομορφαίνει τη ζωή μου. Είναι η πίστη που με βοηθά να συνεχίσω.
Είναι το Παιδί που με κρατά παιδί. Είναι Αυτός που γεννήθηκε για μένα.
Το Χριστό της Εκκλησίας θα ΄θελα να συναντήσω. Όχι όμως μόνος μου. Γιατί ξέρω ότι λίγο πολύ, όλοι θα θέλαμε να Τον βρούμε. Ας Τον ψάξουμε λοιπόν στη ζωή της Εκκλησίας. Ας τολμήσουμε να Τον γνωρίσουμε. Κι ας είναι η Γέννα Του μια καινούρια αρχή στη ζωή μας. Μαζί και μαζί Του!

Και ο Ιησούς, προσκαλώντας ένα παιδάκι, το έστησε στο μέσον τους, και είπε: Σας διαβεβαιώνω, αν δεν επιστρέψετε, και γίνετε σαν τα παιδάκια, δεν θα μπείτε μέσα στη βασιλεία των ουρανών. Όποιος, λοιπόν, ταπεινώσει τον εαυτό του σαν αυτό το παιδάκι, αυτός είναι ο μεγαλύτερος στη βασιλεία των ουρανών· και όποιος δεχθεί ένα τέτοιο παιδάκι στο όνομά μου, δέχεται εμένα.
Κατά Ματθαίον 18,2



Επίσης θα βάλω και το τραγούδι του Παύλου Σιδηρόπουλου που αρέσει πολύ στα παιδιά “Έχε το νου σου στο παιδί”. Ταιριάζει πολύ με τον παραλληλισμό παιδιού και Χριστού που γίνεται στην ταινία.


2η και 3η πρόταση
εξαιρετική η δουλειά των συναδέρφων από το Ιστολόγιο ΑΔΟΝΤΕΣ
Οι συνάδελφοι επιμελήθηκαν δύο power-point με κείμενα και αριθμημένες τις διαφάνειες εντός του κειμένου. (υπάρχουν σύνδεσμοι από όπου μπορείτε να κατεβάσατε τα αρχεία Powerpoint για τις αντίστοιχες προβολές) Δείτε τα:

πρόταση:

Ο ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΜΑΓΟΣ (κείμενο, power-point)

πιέστε εδώ για να δείτε και να κατεβάσετε το αρχείο power-point

Όταν ήταν Αυτοκράτορας ο Αύγουστος Καίσαρ και ο Ηρώδης βασίλευε στα Ιεροσόλυμα, ζούσε στα Εκβάτανα, (Δ.2) ανάμεσα στα βουνά της Περσίας, ένας άνθρωπος που ονομαζόταν Αρταβάν ο Μήδας. Άνθρωπος ευαίσθητος, αλλά και με θέληση. Ήταν ένας από εκείνους που, ανεξάρτητα από την κοινωνία όπου ζουν, γεννιώνται για να αγωνίζονται και αφιερώνουν τη ζωή τους σε πράγματα ανώτερα για τα οποία αδιαφορούν συνήθως οι γύρω τους άνθρωποι.
Ο Αρταβάν ήταν από τους μεγαλύτερους σοφούς της Περσίας και τους πιο βαθείς μελετητές και παρατηρητές των Άστρων. (Δ.3) Μελετώντας και παρατηρώντας(Δ.4) λοιπόν τα άστρα κατάλαβε πως θα συμβούν ασυνήθιστα φαινόμενα. Τις σκέψεις του μοιράστηκε με το γέροντα Σοφό σύμβουλό του και πατέρα του Άβγαρο. (Δ.5)Μαζί έψαξαν να βρουν τις αιτίες των παράδοξων φαινομένων στις προφητείες της Γραφής, (Δ.6) γιατί στα περασμένα χρόνια στη χώρα της Βαβυλώνας υπήρχαν στη Χαλδαία σοφοί.
Ένας απ’ αυτούς ο Βαλαάμ, ο γιός του Βεώρ προφήτεψε :
«Θα ανατείλει άστρο από τους απογόνους του Ιακώβ και θα αναδειχθεί άνθρωπος από τον Ισραηλιτικό λαό» {Αριθμοί ιαδ΄ , 17}
Άλλη προφητεία:
«Εκείνη την ημέρα, Σωσίας ο νικητής, θα παρουσιαστεί ανάμεσα από τους προφήτες στην Ανατολή. Θα λάμπει γύρω του μεγάλη λαμπρότητα και θα κάνει τη ζωή αιώνια, άφθαρτη και αθάνατη, και οι νεκροί θα αναστηθούν ξανά.»
Πατέρα μου και δάσκαλέ μου, είπε ο Αρταβάν με φωτεινό πρόσωπο στον Άβγαρο: φύλαξα αυτές τις προφητείες στο πιο κρυφό μέρος της ψυχής μου. Και τώρα βλέπω πως ήρθε η ώρα να επαληθευτούν.
Τότε ο Άβγαρος απάντησε: Έχεις δίκιο παιδί μου. Ο Εβραίος... Δανιήλ, (Δ.7) ο σύμβουλος των βασιλέων και δυνατός εξηγητής των ονείρων είχε προφητέψει:
«Μάθε και κατανόησε καλά, ότι από την ημέρα που θα εκδοθεί διάταγμα για την ανοικοδόμηση της Ιερουσαλήμ, μέχρι την ημέρα που θα εμφανιστεί ο άρχων, ο οποίος θα έχει χρισθεί από εμέ, θα περάσουν επτά εβδομάδες ετών και άλλες εξήντα δύο εβδομάδες ετών» {Δανιήλ θ΄, 25} Ποιος όμως, παιδί μου, μπορεί να ξεκλειδώσει αυτούς τους μυστηριώδεις αριθμούς;
Ο Αρταβάν απάντησε: Φανερώθηκε σε μένα και τους τρείς μου συντρόφους , τον Κσπάρ, τον Μελχιόρ και τον Βαλτάσαρ. Εξετάσαμε τους παλιούς πίνακες (Δ.8) της Χαλδαίας και υπολογίσαμε τον καιρό. Συμπίπτει να είναι αυτό το έτος. Μελετήσαμε (Δ.9)τον ουρανό. Είδαμε ένα νέο αστέρι(Δ.10) που έλαμψε μόνο μια νύχτα κι ύστερα χάθηκε. Τώρα οι δύο μεγάλοι πλανήτες(Δ.11) συναντώνται πάλι απόψε και ενώνονται. (Δ.12)Τα τρία αδέρφια μου αγρυπνούν στη Βαβυλώνα κι εγώ εδώ. Αν το αστέρι λάμψει ξανά, θα περιμένουν δέκα μέρες κι ύστερα θα ξεκινήσουμε μαζί για τα Ιεροσόλυμα για να δούμε και να προσκυνήσουμε τον αναμενόμενο βασιλιά του Ισραήλ. Πιστεύω, ότι θα φανεί το σημείο. Ετοιμάστηκα για το ταξίδι . Πούλησα το σπίτι μου κι ότι άλλο είχα και αγόρασα τις τρείς αυτές πέτρες(Δ.13) – ένα ζαφείρι, ένα ρουμπίνι και ένα μαργαριτάρι – για να τις προσφέρω δώρο στο Βασιλιά.
Συγκινημένος ο Άβγαρος του είπε: Είμαι πολύ ηλικιωμένος για να σε ακολουθήσω σ’ αυτό το ταξίδι, αλλά η καρδιά μου θα είναι μαζί σου νύχτα και μέρα. Πήγαινε με ειρήνη.
Αποχώρησε ο Άβγαρος και έμεινε ο Αρταβάν μόνος. Βγήκε στην ταράτσα και παρατηρούσε με λαχτάρα τον ουρανό. (Δ.14)Ο Δίας και ο Κρόνος έλαμπαν τόσο κοντά ο ένας με τον άλλο. Ο Αρταβάν πρόσεχε και ξαφνικά ένας γαλάζιος σπινθήρας(Δ.15) έλαμψε μέσα στο σκοτάδι και μια λάμψη τέλεια, καθαρή, ζωντανή που φαινόταν σαν ένα αστέρι. (Δ.16)
Ο Αρταβάν γεμάτος χαρά σκέπασε το πρόσωπο με τα χέρια «είναι το σημείο» είπε «ο Βασιλιάς έρχεται. Θα πάω να τον προσκυνήσω» (Δ.17 -VIDEO)
Εκείνη τη νύχτα το άλογο του Αρταβάν(Δ.18) περίμενε στρωμένο κι έτοιμο στο στάβλο. Πρωί πρωί ο Τέταρτος Μάγος (Δ.19)διέσχιζε το μεγάλο δρόμο που έζωνε του πρόποδες του Ορόντου.
Πρέπει να προχωρεί συνετά για συναντήσει ορισμένη ώρα τους συντρόφους του. Πέρασε το βουνό του Ορόντη, (Δ.20) τα χωράφια Κουκαμπάρ, (Δ.21) περάσματα του βουνού, (Δ.22) χαράδρες, (Δ.23) τα ρεύματα του Τίγρη(Δ.24) και τα κανάλια του Ευφράτη(Δ.25 + 26) και τη δέκατη μέρα έφτασε στη Βαβυλώνα. (Δ.27) Δε στάθηκε για ξεκούραση. Συνέχισε όταν το άλογο μπαίνοντας σ’ ένα δάσος από φοίνικες(Δ.28) και κατατρομαγμένο σταμάτησε απότομα μπροστά σ’ ένα μαύρο πράγμα, που φαινόταν μέσα στη σκιά του τελευταίου φοίνικα. (Δ.29)
Ο Αρταβάν κατέβηκε από το άλογο. Το αμυδρό φως των άστρων φώτισε τη μορφή ενός ανθρώπου, που ήταν πεσμένος στο δρόμο. Τα απλοϊκά του ρούχα και τα χαρακτηριστικά του εξαντλημένου προσώπου του έδειχναν, ότι ήταν ίσως ένας από τους φτωχούς Εβραίους εξορίστους, που ζούσαν ακόμη πολλοί στα γειτονικά μέρη. Το ωχρό του δέρμα, ξερό και κίτρινο σαν περγαμηνή, είχε τη σφραγίδα του θανατηφόρου πυρετού, που μάστιζε τους βάλτους το φθινόπωρο. Η παγωνιά του θανάτου είχε απλωθεί στο αδύνατο χέρι του και μόλις το άφησε ο Αρταβάν, έπεσε ολόκληρο χωρίς ζωή πάνω στο στήθος του. Τότε εκείνος έκανε να φύγει αφήνοντας στην τύχη του το πτώμα. Καθώς όμως στράφηκε, άκουσε ένα ελαφρό αναστεναγμό, που βγήκε από το στήθος του ανθρώπου. Τα μαύρα κα κοκαλιασμένα δάχτυλα(Δ.30)κράτησαν σπασμωδικά την άκρη από το φόρεμα του Μάγου και έτσι σταμάτησε.
Η καρδιά του Αρταβάν χτύπησε δυνατά, όχι από φόβο, αλλά από αγανάκτηση για την αργοπορία αυτή. Πως ήταν δυνατόν να σταθεί μέσα στο σκότος για να περιποιηθεί ένα μελλοθάνατο ξένο; Ποιο δικαίωμα είχε πάνω του η άγνωστη αυτή ανθρώπινη ύπαρξη; Αν αργοπορούσε και μία μόνο ώρα, με δυσκολία θα έφτανε στα Βόρσιππα την ορισμένη προθεσμία. Οι σύντροφοί του θα νόμιζαν ότι εγκατέλειψε το ταξίδι. Θα πήγαιναν χωρίς αυτόν. Θα έχανε ότι ζητούσε.
Αλλά και αν έφευγε, ο άνθρωπος θα πέθαινε σίγουρα. Αν έμενε, μπορούσε να ζήσει. Το κεφάλι του χτυπούσε δυνατά γιατί έπρεπε να αποφασίσει αμέσως. Έπρεπε να ριψοκινδυνεύσει τη μεγάλη αμοιβή της πίστεώς του για μια απλή πράξη φιλανθρωπίας; Έπρεπε να λοξοδρομήσει, έστω και για μια στιγμή από το δρόμο του, όπου τον οδηγούσε το αστέρι, για να δώσει ένα ποτήρι κρύο νερό σ’ ένα φτωχό Εβραίο που ξεψυχούσε;
«Θεέ της αγνότητας και της αλήθειας» προσευχήθηκε, «οδήγησέ με στο άγιο δρόμο, στο δρόμο της σοφίας, που Σύ μόνο γνωρίζεις».
Έπειτα στράφηκε πάλι στον άνθρωπο, τον τράβηξε με κόπο προς τα έξω και τον έφερε σ’ ένα μικρό ύψωμα (Δ.31) κοντά στη ρίζα ενός φοίνικα. Έλυσε τις πυκνές πτυχές του σαρικιού του και του άνοιξε το χιτώνα μπροστά στο στήθος του. Έφερε νερό και έβρεξε το μέτωπο και το στόμα του αρρώστου. Έριξε στο νερό μερικές σταγόνες από εκείνα τα απλά αλλά δυνατά φάρμακα, που είχε πάντοτε μέσα στη ζώνη του – γιατί οι Μάγοι ήταν γιατροί, καθώς και οι αστρολόγοι – και το έχυσε σιγά ανάμεσα από τα ωχρά χείλη του. Ώρες ολόκληρες προσπαθούσε σαν ένας επιδέξιος γιατρός. Επιτέλους η δύναμη του ανθρώπου ξαναγύρισε, κάθισε και κοίταξε γύρω του.
- «Ποιός είσαι;» είπε με την απότομη γλώσσα της χώρας του «και γιατί με αναζήτησες εδώ, για να με ξαναφέρεις στη ζωή;»
- «Είμαι ο Αρταβάν ο Μάγος, από τα Εκβάτανα και πηγαίνω στα Ιεροσόλυμα, για να βρω Εκείνον που πρόκειται να γεννηθεί ως Βασιλεύς των Εβραίων, μεγάλος Άρχοντας και Λυτρωτής όλων των ανθρώπων. Δεν τολμώ να αργοπορήσω περισσότερο το ταξίδι μου, γιατί το καραβάνι που νε περιμένει μπορεί να φύγει χωρίς εμένα. Αλλά εδώ έχεις ό,τι μου έμεινε (Δ.32) από ψωμί και κρασί και εδώ έχεις και μερικά θεραπευτικά βότανα. Όταν σου ξανάλθουν οι δυνάμεις σου, μπορείς να βρεις τις κατοικίες των Εβραίων ανάμεσα στα σπίτια της Βαβυλώνας».
Ο Εβραίος συγκινημένος ένωσε τα χέρια του σε στάση προσευχής. (Δ.33) «Ο Θεός του Αβραάμ, του Ισαάκ και του Ιακώβ να ευλογήσει και να ευοδώσει το ταξίδι του ελεήμονα και να τον φέρει ειρηνικά στο επιθυμητό λιμάνι.» Έπειτα σταμάτησε. «Δεν έχω τίποτε άλλο να σου δώσω για αντάλλαγμα παρά μόνο τούτο, ότι μπορώ να σου πω, που να αναζητήσεις το Μεσσία. Οι προφήτες μας έχουν πει ότι θα βασιλεύσει στα Ιεροσόλυμα. Μακάρι ο Κύριος να σε φέρει με ασφάλεια σε κείνο το μέρος, γιατί έδειξες έλεος σ’ έναν άρρωστο.»
Ήταν πια μεσάνυχτα περασμένα. (Δ.34)Το άλογο του Αρταβάν, η Βασδά, (Δ.35) επειδή ξεκουράστηκε λίγο, έτρεχε τώρα με σπουδή πάνω στην ήσυχη πεδιάδα και πέρασε μέσα απ’ τα κανάλια του ποταμού. Ο Αρταβάν έφτασε με την πρώτη ακτίνα του ήλιου(Δ.36) στο σημείο συνάντησης με τους φίλους του. Πουθενά όμως δεν φαινόταν σημάδι από το καραβάνι των Μάγων, ούτε κοντά ούτε μακριά. (Δ.37)
Στην άκρη της κορυφής είδε ένα μικρό κατάλυμα από σπασμένα τούβλα και κάτω από αυτά ένα κομμάτι περγαμηνής. (Δ.38) Τη σήκωσε και τη διάβασε: «Περιμέναμε εδώ μέχρι περασμένα μεσάνυχτα και δεν μπορούσαμε να αργοπορήσουμε περισσότερο. Πηγαίνουμε να βρούμε το Βασιλιά. Ακολούθησέ μας μέσα από την έρημο».
Ο Αρταβάν κάθισε στο έδαφος και σκέπασε το κεφάλι του γεμάτος απελπισία. «Πως είναι δυνατό να περάσω την έρημο», είπε, «χωρίς τροφή και με εξαντλημένο άλογο; Πρέπει να επιστρέψω στη Βαβυλώνα, (Δ.39) να πουλήσω το ζαφείρι μου(Δ.40) και ν’ αγοράσω καμήλες και προμήθειες για το ταξίδι. (Δ.41) Μπορεί να μην προφθάσω ποτέ τους φίλους μου, αλλά επιτέλους ας γίνει ότι θέλει ο εύσπλαχνος Θεός. Εκείνος γνωρίζει, αν πρόκειται να στερηθώ την παρουσία Του, γιατί αργοπόρησα».
Έτσι έγινε. Το πρώτο δώρο για το Βασιλιά του, το ζαφείρι το πούλησε και πήρε μόνος του το δρόμο για να προσκυνήσει το νεογέννητο Βασιλιά.
Ας τον ακολουθήσουμε με τη φαντασία μας. (Δ.42) Περνάει την έρημο, (Δ.43+44)περνάει άνυδρες(Δ.45) και αφιλόξενες οροσειρές. (Δ.46) Με ζέστη και με κρύο ο Τέταρτος Μάγος προχωρούσε σταθερά. (Δ.47) Έφτασε στη Δαμασκό, (Δ.48) την πεδιάδα του Ιορδάνη, (Δ.49+50) τη θάλασσα της Γαλιλαίας(Δ.51) και τέλος στη Βηθλεέμ. (Δ.52) Δεν συνάντησε πουθενά τους τρεις φίλους του. Δεν έχασε όμως την ελπίδα του. Οι δρόμοι του χωριού έρημοι.
Από την πόρτα ενός μικρού πέτρινου σπιτιού(Δ.53) άκουσε το γλυκό ήχο μιας γυναικείας φωνής, που τραγουδούσε σιγαλά. Μπήκε και βρήκε μια νέα μητέρα, που νανούριζε το μωρό της. Αυτή του είπε για τους ξένους από την Ανατολή, που είχαν φανεί στο χωριό πριν από τρεις ημέρες και που είχαν πει, πως κάποιο αστέρι τους είχε οδηγήσει στο μέρος, όπου ο Ιωσήφ από τη Ναζαρέτ κατοικούσε με τη μνηστή του και το νεογέννητο βρέφος της και ότι αυτοί από σεβασμό στο παιδί του είχαν προσφέρει πολλά και πλούσια δώρα. (Δ.54)
- «Αλλά οι ταξιδιώτες είχαν πάλι εξαφανισθεί τόσο ξαφνικά, όσο και όταν ήλθαν. Φοβηθήκαμε για την περίεργη αυτή επίσκεψη. Δεν μπορούσαμε να την κατανοήσουμε. Ο άνθρωπος από τη Ναζαρέτ πήρε το μικρό και την μητέρα Του και έφυγαν κρυφά την ίδια εκείνη νύχτα και ψιθυρίστηκε, πως πήγαιναν μακριά στην Αίγυπτο. Από τότε κάτι σαν να πρόκειται να συμβεί στο χωριό, κάτι κακό το περιμένει. Λένε ότι οι Ρωμαίοι στρατιώτες(Δ.55) πρόκειται να έλθουν από τα Ιεροσόλυμα, για να μας επιβάλουν νέου φόρους και οι άνδρες πήραν τα κοπάδια μακριά, πάνω στους λόφους και κρύβονται για να τους αποφύγουν».
Ο Αρταβάν πρόσεχε στη γλυκιά, δειλή ομιλία της και το παιδί στην αγκαλιά της τον κοίταζε με χαμόγελο.
Η νεαρή μητέρα τοποθέτησε το μικρό στην κούνια και σηκώθηκε για να περιποιηθεί τον περίεργο αυτό ξένο, που η τύχη τον είχε φέρει στο σπίτι της. Του έδωσε να φάει την απλή τροφή των χωρικών, αλλά με τόση προθυμία, ώστε του ανακούφιζε όχι μόνο το σώμα αλλά και την ψυχή. Ο Αρταβάν την δέχτηκε με ευγνωμοσύνη και ενώ έτρωγε, το παιδί αποκοιμήθηκε γλυκά και φαινόταν σαν κάτι να έλεγε στα όνειρά του. Μεγάλη ειρήνη σε λίγο βασίλευε στο ήσυχο δωμάτιο.
Ξαφνικά ακούστηκε ο κρότος από μεγάλη ταραχή και αναστάτωση στους δρόμους του χωριού. Φωνές και κλάματα γυναικών, ήχος από χάλκινες σάλπιγγες, κλαγγή σπαθιών και μια απελπισμένη φωνή: «Οι στρατιώτες, οι στρατιώτες του Ηρώδη! Σκοτώνουν τα παιδιά μας!». (Δ.56)
Το πρόσωπο της γυναίκας άχνισε από τρόμο. Έσφιξε το παιδί της στην αγκαλιά της (Δ.57)και ζάρωσε ακίνητη στην σκοτεινότερη γωνιά του δωματίου, σκεπάζοντάς το με τις πτυχές από το φόρεμά της, μην τυχόν ξυπνήσει και κλάψει. Ο Αρταβάν προχώρησε και στάθηκε στο κατώφλι του σπιτιού. Οι πλατιοί του ώμοι γέμισαν την πόρτα από την μια άκρη ως την άλλη και η κορφή από το άσπρο σκέπασμα του κεφαλιού του σχεδόν άγγιζε το ανώφλι της πόρτας.
Οι στρατιώτες κατέβηκαν το δρόμο βιαστικοί, με ματωμένα χέρια(Δ.58) και σπαθιά που έσταζαν. Όταν είδαν τον ξένο με τα επιβλητικά του ρούχα, δίστασαν από έκπληξη. Ο αρχηγός του αποσπάσματος πλησίασε το κατώφλι, για να τον παραμερίσει. Αλλά ο Αρταβάν δεν κουνήθηκε. Το πρόσωπό του ήταν τόσο ήρεμο, σαν να παρατηρούσε τα αστέρια και μέσα στα μάτια του έλαμπε εκείνη η σταθερή ανταύγεια, που μπροστά της δειλιάζουν και αυτά ακόμη τα άγρια θηρία και σταματούν. Κράτησε το στρατιώτη σιωπηρά ένα λεπτό και έπειτα είπε με σιγανή φωνή: «Είμαι μόνος εδώ μέσα και περιμένω τον αρχηγό σας να του δώσω αυτόν τον πολύτιμο λίθο, για να με αφήσει στην ησυχία μου». Έδειξε το ρουμπίνι (Δ.59)που άστραφτε μέσα στη χούφτα του, σα μια μεγάλη σταλαγματιά αίμα.
Ο αρχηγός θαμπώθηκε από τη μεγάλη λάμψη του πετραδιού. Η κόρη των ματιών του άνοιξε από επιθυμία και η λαιμαργία ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. Άπλωσε το χέρι του και πήρε το ρουμπίνι. «Εμπρός !» φώναξε στους ανθρώπους του. «Δεν υπάρχει εδώ παιδί. Το σπίτι είναι ήσυχο».
Ο κρότος και η κλαγγή των όπλο πέρασαν το δρόμο, όπως το πάθος του κυνηγού προσπερνάει το καταφύγιο του ελαφιού, που τρέμει κρυμμένο εκεί μέσα. Ο Αρταβάν μπήκε πάλι στο σπιτάκι. Στράφηκε προς την ανατολή και προσευχήθηκε:
-«Θεέ της αλήθειας, συγχώρησε την αμαρτία μου. Είπα ψέμα, για να σώσω τη ζωή ενός παιδιού. Και δύο από τα δώρα μου δόθηκαν πια. Διέθεσα γι’ ανθρώπους ότι προόρισα για το Θεό. Θα αξιωθώ ποτέ να αντικρύσω το Βασιλιά:»
Η γυναίκα που έκλαιγε παράμερα από χαρά, του είπε τότε με τη γλυκιά φωνή της:
-«Ο Θεός να σ’ ευλογήσει και να σε διαφυλάξει, γιατί έσωσες τη ζωή του παιδιού μου. Ο Θεός να αφήσει το πρόσωπό Του να λάμψει πάνω σου και να είναι ευμενής μαζί σου. Ο Θεός να φανερωθεί σε σένα και να σου δίνει ειρήνη».
Ο Αρταβάν πιστός στο σκοπό του να προσκυνήσει το Βασιλιά και να του δώσει το ένα δώρο που του έμεινε παίρνει το δρόμο(Δ.60) για την Αίγυπτο, (Δ.61+62)το δρόμο που ακολούθησε η Αγία Οικογένεια. (Δ.63)
Φτάνοντας στην Αλεξάνδρεια συμβουλεύεται ένα Εβραίο Ραβίνο(Δ.64) που διάβαζε τις προφητείες για τον Αναμενόμενο Μεσσία.
-«Και θυμήσου γιέ μου», είπε παρατηρώντας με τα βαθιά του μάτια το πρόσωπο του Αρταβάν, «ο Βασιλιάς που ζητάς, δεν θα βρεθεί μέσα σε παλάτια ούτε μαζί με τους πλούσιους και τους δυνατούς. Όσοι τον ζητούν, καλά θα κάνουν να τον γυρεύουν ανάμεσα στους φτωχούς και τους ταπεινούς, τους λυπημένους και τους καταπιεζομένους».
Είδα πάλι τον Τέταρτο Μάγο να ταξιδεύει από μέρος σε μέρος και να αναζητάει ανάμεσα στους λαούς της διασποράς το μέρος, όπου ίσως η μικρή οικογένεια από τη Βηθλεέμ είχε καταφύγει. Πέρασε από χώρες που τις μάστιζε η πείνα (Δ.65) και οι φτωχοί έκλαιγαν για ένα κομμάτι ψωμί. Κατοίκησε σε πόλεις, που οι επιδημίες κατέστρεψαν τους ανθρώπους. (Δ.66) Επισκέφθηκε τους πιεζομένους και λυπημένους μέσα στο σκότος των υπόγειων φυλακών, μέσα στην αθλιότητα των αγορών των δούλων και μέσα στους μόχθους των πλοίων. Σ’ όλον αυτό τον πολύπλοκο κόσμο της αγωνίας, αν και δεν βρήκε κανέναν για λατρεύσει, βρήκε όμως πολλούς για να βοηθήσει. Έδωσε τροφή στους πεινασμένους, έντυσε τους γυμνούς, γιάτρεψε τους ασθενείς, παρηγόρησε τους αιχμαλώτους. Τα χρόνια του περνούσαν γρηγορότερα από τη σαΐτα του υφαντή.
Τριάντα χρόνια είχαν περάσει από τη ζωή του Αρταβάν. Ακόμα όμως περιπλανιόταν για να βρει το φώς. Τα μαλλιά του, που ήταν μια φορά κατάμαυρα, είχαν γίνει τώρα άσπρα σαν το χιόνι. Τα μάτια του, που έλαμπαν μια φορά σαν φλόγες, ήταν τώρα σβησμένα.
Εξαντλημένος, με βαριά καρδιά και έτοιμος για τον θάνατο, ακόμα ζητούσε τον Κύριο και γι’ αυτό είχε έλθει στα Ιεροσόλυμα(Δ.67) για τελευταία φορά.
Εκείνη την ημέρα υπήρχε ιδιαίτερη κίνηση στα πλήθη. Κόσμος πολύς είχε έρθει για τη μεγάλη γιορτή. Ο Αρταβάν πλησίασε μια ομάδα συμπατριωτών του Πάρθων και Εβραίων, που είχαν έλθει να εορτάσουν το Πάσχα και τους ρώτησε την αιτία της ταραχής και που πήγαιναν.
-«Πηγαίνουμε», απάντησαν, «σ’ ένα μέρος που λέγεται Γολγοθάς, (Δ.68) έξω απ’ τα τείχη της πόλεως, όπου θα γίνει θανατική εκτέλεση. Δεν άκουσες τι συνέβηκε; Δύο διάσημοι ληστές θα σταυρωθούν και μαζί μ’ αυτούς κάποιος άλλος που ονομάζεται Ιησούς από τη Ναζαρέτ, άνθρωπος που έχει κάμει πολλά αξιοθαύμαστα πράγματα στο λαό, ο οποίος πολύ τον αγαπά. Αλλά οι ιερείς και οι πρεσβύτεροι επιμένουν ότι πρέπει να πεθάνει, γιατί λέει πως είναι ο Υιός του Θεού. Και ο Πιλάτος τον έστειλε να σταυρωθεί, γιατί είπε ότι ήταν «Βασιλεύς των Ιουδαίων».
Πόση εντύπωση αυτά τα γνωστά αυτά λόγια έκαμαν στον Αρταβάν! Τον είχαν κάμει να περιπλανιέται στον κόσμο όλη του τη ζωή. Και τώρα τα άκουγε με τρόπο σκοτεινό και μυστηριώδη, σαν μήνυμα απελπισίας. Ο Βασιλιάς είχε φανερωθεί, αλλά τον είχαν απαρνηθεί και τον είχαν διώξει! Επρόκειτο να χαθεί! Ίσως κιόλας να πέθαινε! Να ήταν ο Ίδιος, που γεννήθηκε στη Βηθλεέμ πριν από τριάντα τρία χρόνια, και κατά τη γέννησή Του το αστέρι φάνηκε στον ουρανό και για τον ερχομό Του είχαν μιλήσει οι προφήτες;
Η καρδιά του Αρταβάν χτυπούσε δυνατά, με τον τρόπο που χτυπάει στη γεροντική ηλικία σε ώρα συγκινήσεως. Αλλά είπε μέσα του: «Οι δρόμοι του Θεού είναι πιο περίεργοι από τις σκέψεις των ανθρώπων και ίσως να βρω τον Βασιλιά τελικά στα χέρια των εχθρών Του και να φθάσω έγκαιρα για να προσφέρω το μαργαριτάρι μου, για να τον λυτρώσω πριν πεθάνει.»
Ο γέροντας λοιπόν ακολούθησε τα πλήθη με αργά βήματα προς την πύλη της Δαμασκού. (Δ.69) Ακριβώς έξω από τη φρουρά μερικοί Μακεδόνες στρατιώτες κατέβαιναν το δρόμο, σέρνοντας μια νέα κοπέλα με ξεσχισμένο φόρεμα και λυμένα μαλλιά. Καθώς στάθηκε ο Μάγος για να κοιτάξει με λύπη, ξέφυγε από τα χέρια των βασανιστών και έπεσε στα πόδια του κρατώντας τον από τα γόνατα. (Δ.70)
-«Λυπήσου με», φώναξε, «και σώσε με, για το όνομα του Θεού της αγνότητας! Κι εγώ ακολουθώ την αληθινή θρησκεία που διδάσκουν οι Μάγοι. Ο πατέρας μου ήταν έμπορος της Παρθίας, αλλά έχει πεθάνει και μ’ έχουν πιάσει για τα χρέη του να πουληθώ σκλάβα. Σώσε με από το χειρότερο θάνατο».
Ο Αρταβάν έτρεμε ολόκληρος. Η παλιά πάλη της ψυχής του, που Τον είχε κυριεύσει στο δάσος των φοινίκων της Βαβυλώνας και στην καλύβα της Βηθλεέμ, η πάλη μεταξύ πίστεως και αυθόρμητης αγάπης, τον είχε κυριεύσει. Δυο φορές το δώρο που προόριζε για τη λατρεία της θρησκείας, είχε φύγει από τα χέρια του, για να δοθεί στην υπηρεσία της ανθρωπότητας. Αυτή ήταν η Τρίτη δοκιμή και η τελική και αμετάκλητη εκλογή.
Έβγαλε το μαργαριτάρι από το στήθος του. (Δ.71) Ποτέ δεν είχε φανεί τόσο λαμπερό, τόσο γεμάτο από γλυκιά ζωντανή λάμψη. Το έβαλε μέσα στο χέρι της σκλάβας.
-«Αυτό είναι το λύτρο σου, κόρη μου! Είναι ο τελευταίος μου από τους θησαυρούς που προόριζα για το Βασιλιά».
Ενώ μιλούσε, το σκότος του ουρανού μεγάλωνε και η γη άρχισε να τρέμει. (Δ.72)
Ακόμα ένας σεισμός κλόνισε τη γη. Ένα βαρύ κεραμίδι ξεκόλλησε από τη στέγη, έπεσε κάτω και χτύπησε το γέροντα στο κεφάλι. Ξάπλωσε ωχρός και χωρίς πνοή, με το άσπρο του κεφάλι ακουμπισμένο πάνω στον ώμο της νέας κόρης. Το αίμα έτρεχε από την πληγή του. Ενώ αυτή έσκυψε πάνω του με το φόβο ότι είχε ξεψυχήσει, ακούστηκε μέσα στο σκότος μια φωνή, πολύ μικρή και ήσυχη, σαν μουσική από απόσταση, που ο ήχος της είναι καθαρός, αλλά οι λέξεις χάνονται. Η κόρη στράφηκε να δει μήπως κάποιος είχε μιλήσει από το παράθυρο πάνω τους, αλλά δεν είδε κανένα.
Τότε τα χείλη του γέροντα άρχισαν να κινούνται, σαν να απαντούσε και τον άκουσε να λέει στην Παρθική γλώσσα:
-«Όχι Κύριέ μου, γιατί πότε σε είδα να πεινάς και σου έδωκα να φας; ή να διψάς και σου έδωκα να πιείς; Πότε σε είδα ξένο και σε φιλοξένησα; ή γυμνό και σε έντυσα; Πότε σε είδα άρρωστο ή στη φυλακή και ήλθα να σ’ επισκεφθώ; Τριάντα τρία χρόνια σε ζητούσα, αλλά ποτέ δεν είδα το πρόσωπό σου, ούτε σε υπηρέτησα, Κύριέ μου».
Σταμάτησε να μιλάει και η γλυκιά φωνή ακούστηκε πάλι. Και πάλι η κόρη την άκουσε, πολύ σιγανή και απομακρυσμένη. Αλλά τώρα της φάνηκε ότι εννοούσε τα λόγια.
-«Αλήθεια σου λέω, ότι έκαμες σ’ ένα από τους μικρούς μου αδελφούς, σε μένα το έκαμες».
Μια ήσυχη λάμψη θαυμασμού και χαράς φώτισε το ωχρό πρόσωπο του Αρταβάν, σαν την πρώτη αχτίδα της αυγής (Δ.73)πάνω σε μια χιονισμένη κορφή. Μια βαθιά τελευταία αναπνοή ανακουφίσεως ξέφυγε ήρεμα από τα χείλη του.
Το ταξίδι του τελείωσε. Οι θησαυροί του είχαν γίνει δεκτοί. Ο Τέταρτος Μάγος είχε βρει το Βασιλιά. (Δ.74)
http://adontes.blogspot.com/2011/12/power-point_207.html


και η 3η πρόταση :

Ήταν ένας άνθρωπος (Κείμενο, power-point)

Κάνε κλικ στην εικόνα .Κατόπιν DOWNLOAD κλικ και FREE DOWNLOAD κλικ και ανοίγει το αρχείο σε power-point
(διαφ.2) Με την πρώτη ματιά έβλεπε κανείς απλώς μια γριούλα. (διαφ.3) Έσερνε τα βήματά της στο χιόνι, μόνη, παρατημένη, με σκυμμένο κεφάλι. Όσοι περνούσαν από το πεζοδρόμιο της πόλης αποτραβούσαν το βλέμμα τους, για να μη θυμηθούν ότι τα βάσανα και οι πόνοι δεν ... σταματούν όταν γιορτάζουμε Χριστούγεννα. (διαφ.4) Ένα νέο ζευγάρι μιλούσε και γελούσε με τα χέρια γεμάτα από ψώνια και δώρα και δεν πρόσεξαν τη γριούλα.
(διαφ.5)Μια μητέρα με δυο παιδιά βιάζονταν να πάνε στο σπίτι της γιαγιάς. Δεν έδωσαν προσοχή. Ένας παπάς είχε το νου του σε ουράνια θέματα και δεν την πρόσεξε. (διαφ.6) Αν πρόσεχαν όλοι αυτοί, θα έβλεπαν ότι η γριά δεν φορούσε παπούτσια. Περπατούσε ξυπόλητη στον πάγο και το χιόνι.
(διαφ.7) Με τα δυο της χέρια η γριούλα μάζεψε το χωρίς κουμπιά παλτό της στο λαιμό. Φορούσε ένα χρωματιστό φουλάρι στο κεφάλι· (διαφ.8)σταμάτησε στη στάση σκυφτή και περίμενε το λεωφορείο. Ένας κύριος που κρατούσε μια σοβαρή τσάντα περίμενε κι αυτός στη στάση, αλλά κρατούσε μια απόσταση. Μια κοπέλα περίμενε κι αυτή, κοίταξε πολλές φορές τα πόδια τής γριούλας, δεν μίλησε. (διαφ.9)Ήρθε το λεωφορείο και η γριούλα ανέβηκε αργά και με
δυσκολία.
(διαφ.10) Κάθισε στο πλαϊνό κάθισμα, αμέσως πίσω από τον οδηγό. Ο κύριος και η κοπέλα πήγαν βιαστικά προς τα πίσω καθίσματα.
(διαφ.11) Ο άντρας που καθόταν δίπλα στη γριούλα στριφογύριζε στο κάθισμα κι έπαιζε με τα δάχτυλά του. «Γεροντική άνοια», σκέφτηκε. Ο οδηγός είδε τα γυμνά πόδια και σκέφτηκε: «Αυτή η γειτονιά βυθίζεται όλο και πιο πολύ στη φτώχεια. Καλύτερα να με βάλουν στην άλλη γραμμή, της λεωφόρου». Ένα αγοράκι έδειξε τη γριά. «Κοίταξε, μαμά, αυτή η γριούλα είναι ξυπόλυτη». Η μαμά ταράχτηκε και του χτύπησε το χέρι. «Μη δείχνεις τους ανθρώπους, Αντρέα! Δεν είναι ευγενικό να δείχνεις».
(διαφ.12)«Αυτή θα έχει μεγάλα παιδιά», είπε μια κυρία που φορούσε γούνα. «Τα παιδιά της πρέπει να ντρέπονται». Αισθάνθηκε ανώτερη, αφού αυτή φρόντισε τη μητέρα της. (διαφ.13-14)Μια δασκάλα στη μέση του λεωφορείου στερέωσε τα δώρα που είχε στα πόδια της. «Δεν πληρώνουμε αρκετούς φόρους, για να αντιμετωπίζονται καταστάσεις σαν αυτές;» είπε σε μια φίλη της που ήταν δίπλα της. «Οι άνθρωποι πρέπει να μάθουν
ν' αποταμιεύουν», είπε ένας άλλος που έμοιαζε μορφωμένος. «Αν αυτή η γριά αποταμίευε όταν ήταν νέα, δεν θα υπέφερε σήμερα». Και όλοι αυτοί ήταν ικανοποιημένοι για την οξύνοιά τους που έβγαλε τέτοια βαθιά ανάλυση. (διαφ.15)Αλλ' ένας έμπορος αισθάνθηκε προσβολή από τις εξ αποστάσεως μουρμούρες των συμπολιτών του. Έβγαλε το πορτοφόλι του και τράβηξε ένα εικοσάρι. Περπάτησε στο διάδρομο και το έβαλε στο τρεμάμενο χέρι της γριούλας. «Πάρε, κυρία, ν' αγοράσεις παπούτσια». Η γριούλα τον ευχαρίστησε κι εκείνος γύρισε στη θέση του ευχαριστημένος, που ήταν άνθρωπος της δράσης. (διαφ.16-17)Μια καλοντυμένη κυρία τα πρόσεξε όλα αυτά και άρχισε να προσεύχεται από μέσα της. «Κύριε, δεν έχω χρήματα. Αλλά μπορώ ν' απευθυνθώ σε σένα. Εσύ έχεις μια λύση για όλα. Όπως κάποτε έριξες το μάννα εξ ουρανού, και τώρα μπορείς να δώσεις ό,τι χρειάζεται η κυρούλα αυτή για τα Χριστούγεννα». (διαφ.18)Στην επόμενη στάση ένα παληκάρι μπήκε στο λεωφορείο. Φορούσε ένα χοντρό μπουφάν, είχε ένα καφέ φουλάρι και ένα μάλλινο καπέλο που κάλυπτε και τα αυτιά του. Ένα καλώδιο συνέδεε το αυτί του με μια συσκευή μουσική. Ο νέος κουνούσε το σώμα του με τη μουσική που άκουε. Πήγε και κάθισε απέναντι στη γριούλα. Όταν είδε τα ξυπόλυτα πόδια της, το κούνημα σταμάτησε. Πάγωσε. Τα μάτια του πήγαν από τα πόδια της γιαγιάς στα δικά του.
(διαφ.19) Φορούσε ακριβά ολοκαίνουργια παπούτσια. Μάζευε λεφτά αρκετό καιρό για να τα αγοράσει και να κάνει εντύπωση στην παρέα. Το παλικάρι έσκυψε και άρχισε να λύνει τα παπούτσια του. Έβγαλε τα εντυπωσιακά παπούτσια και τις κάλτσες. Γονάτισε μπροστά στη γριούλα. «Γιαγιά, είπε, βλέπω ότι δεν έχεις παπούτσια. Εγώ έχω κι άλλα». Προσεκτικά κι απαλά σήκωσε τα παγωμένα πόδια και της φόρεσε πρώτα τις κάλτσες κι ύστερα τα παπούτσια του.
Η γριούλα τον ευχαρίστησε συγκινημένη. (διαφ.20)Τότε το λεωφορείο έκανε πάλι στάση. Ο νέος κατέβηκε και προχώρησε ξυπόλυτος στο χιόνι. Οι επιβάτες μαζεύτηκαν στα παράθυρα και τον έβλεπαν καθώς βάδιζε προς το σπίτι του.
(διαφ.21)«Ποιος είναι;», ρώτησε ένας. «Πρέπει να είναι άγιος», είπε κάποιος. «Πρέπει να είναι άγγελος», είπε ένας άλλος. «Κοίτα! Έχει φωτοστέφανο στο κεφάλι!» φώναξε κάποιος. «Είναι ο Χριστός!» είπε η ευσεβής κυρία. Αλλά το αγοράκι, που είχε δείξει με το δάχτυλο τη γιαγιά, είπε: Όχι, μαμά τον είδα πολύ καλά.
(διαφ.22) Ήταν ΑΝΘΡΩΠΟΣ».
http://adontes.blogspot.com/2011/12/power-point_19.हटमल



4η πρόταση :
Για παιδιά μικρότερης ηλικίας μπορείτε να δείξετε τα βίντεο που ανεβάσαμε στην ανάρτηση:



5η πρόταση :
Κάποιο βίντεο από έργο του Παπαδιαμάντη, αναρτήσαμε

Παπαδιαμάντης: Σταχομαζώχτρα (Βίντεο για προβολή)

Παπαδιαμάντης - Άνθος του γυαλού (βίντεο για προβολή)


6η πρόταση :
Το κοριτσάκι με τα σπίρτα, υπάρχει

  • ως βίντεο (σε 2 διασκευές για μικρά ή μεγάλα παιδιά)
  • ως παραμύθι για ανάγνωση, στα πλαίσια της φιλαναγνωσίας
  • και σε τραγούδι των Χάρη & Πάνου Κατσιμίχα, μαζί με αντίστοιχο βίντεοκλιπ (πολύ καλή επιλογή για μαθητές Λυκείου)

θα τα βρείτε εδώ:
http://opaidagogos.blogspot.gr/2015/12/blog-post_22.html



7η πρόταση :
επιλέξτε ένα -ή περισσότερα- κείμενο προβληματισμού από τα δεκάδες που αναρτήσαμε για τα Χριστούγεννα και φτιάξτε τη δική σας παρουσίαση ή απλά σκεφθείτε 2 λόγια για να πείτε στους μαθητές σας
ΚΑΛΗ ΔΥΝΑΜΗ !

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

εξαιρετική δουλειά! έστειλα e-mail. Ευχαριστώ!

Δημοσίευση σχολίου

Δεν επιτρέπονται σχόλια που συκοφαντούν κάποιο πρόσωπο, που περιέχουν υβριστικούς χαρακτηρισμούς κλπ.

Προσωρινά ενεργοποιήθηκε η προ-έγκριση επειδή υπήρξαν κρούσματα προσβλητικής συμπεριφοράς και οφείλουμε να διαφυλάξουμε την αξιοπρέπεια του ιστολογίου μας.
Για τον ίδιο λόγο λόγο ενεργοποιήσαμε να σχολιάζουμε μόνον όσοι έχουν προφίλ.

Γράψτε το σχόλιό σας και απλά περιμένετε λίγες ώρες μέχρι να το δείτε δημοσιευμένο.

Σχόλιο που τηρούν στοιχειώδη κανόνες ευπρέπειας είναι αυτονόητο ότι αποτελούν αφορμή διαλόγου και ουδέποτε θα λογοκριθούν.

Ανώνυμα σχόλια που επαναλαμβάνουν συνεχώς τα ίδια χωρίς να προσθέτουν κάτι στην συζήτηση ενδέχεται να διαγραφούν για την διαφύλαξη της ποιότητας. Τα σχόλια δεν είναι πεδίο στείρας αντιπαράθεσης αλλά προβληματισμού και γόνιμου διαλόγου.